ηπιόχειρος

ηπιόχειρος
ἠπιόχειρος, -ον (Α)
ο ηπιόχειρ.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ηπιόχειρ — ἠπιόχειρ, ὁ, ἡ και ἠπιόχειρος, ον (Α) αυτός, τού οποίου το χέρι χαρίζει κατευνασμό και γαλήνη («ἠπιόχειρ Ἀπόλλων»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ήπιος + χειρ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”